Τουταγχαμών

Τουταγχαμών
Αιγύπτιος φαραώ (2η χιλιετία π.Χ.) της 18ης δυναστείας, διάδοχος του Aχενατόν, του αιρετικού βασιλιά τον οποίο διαδέχτηκε μετά τον θάνατό του, το 1358 π.Χ. Το όνομά του ήταν αρχικά Τουτανχ - Ατόν (ζωντανή εικόνα του Ατόν) και τροποποιήθηκε σε Τουτ-ανχ-Αμόν όταν, μετά τον θάνατο του Αχενατόν, αποκαταστάθηκε πάλι η λατρεία του Άμμωνα εναντίον της θρησκείας του Ατόν, την οποία ο προκάτοχός του είχε προσπαθήσει να επιβάλει στην Αίγυπτο. Πέθανε έπειτα από βασιλεία μόλις 8 ή 9 ετών, χωρίς να κάνει τίποτε το αξιόλογο, αλλά ο T., αν και ήταν μια από τις πλέον ασήμαντες μορφές της μακραίωνης ιστορίας της Αιγύπτου, είχε την εξαιρετική τύχη να γίνει, 33 αιώνες μετά τον θάνατό του, ο περιφημότερος ίσως από όλους τους φαραώ της Αιγύπτου. Ο τάφος του ήταν πραγματικά ο μόνος αιγυπτιακός τάφος –και ίσως ένας από τους πολυτελέστερους– που έφτασε σχεδόν άθικτος έως τις αρχές του 20ού αι., όταν ανακαλύφθηκε (1922) από μια αγγλική αρχαιολογική αποστολή, που βρήκε θησαυρούς χρυσών κοσμημάτων, πολύτιμων λίθων και καλλιτεχνημάτων που κανείς δεν μπορούσε να υποπτευθεί. Αρκεί να αναφερθεί ότι οι πελώριοι θάλαμοι, που περιείχαν τη σαρκοφάγο με τη μούμια του (ο μεγαλύτερος είχε διαστάσεις 5,20 x 3,35 x 2,75 μ.) ήταν όλοι επενδυμένοι με χρυσάφι, ενώ η σαρκοφάγος, που ζύγιζε πάνω από 200 κιλά, ήταν ολόκληρη από χρυσάφι. Ο φαραώ Τουταγχαμών (στο κέντρο) σε τοιχογραφία στην Κοιλάδα των Βασιλέων του Λούξορ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • ιεροσυλία — Η ανόσια διαρπαγή, η κλοπή αντικειμένων από κάποιο ιερό οικοδόμημα (ναό, τάφο κλπ.), κατά τρόπο ώστε το τελευταίο να υφίσταται διάρρηξη και βεβήλωση. Η λέξη ανάγεται χρονικά στην αρχαιότητα. Με επέκταση της σημασίας της, ο όρος κατέληξε… …   Dictionary of Greek

  • κρεβάτι — Έπιπλο πάνω στο οποίο κοιμάται ή αναπαύεται κάποιος. Το κ. αποτελείται από ένα μεταλλικό ή ξύλινο πλαίσιο, στηριζόμενο συνήθως σε τέσσερα πόδια, στο οποίο προσαρμόζεται ένα πλέγμα (σούστα) –μεταλλικό κατά κύριο λόγο– που αποτελεί και τη βάση του… …   Dictionary of Greek

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρης, Αναστάσιος — (Αίγυπτος 1892 – 1969).Εντομολόγος. Φοίτησε σε ιησουίτικη σχολή του Καΐρου, όπου είχε καθηγητή τον διάσημο Γάλλο ανθρωπολόγο Πιερ Τεϊλάρ ντε Σαρντέν. Ο Σαρντέν, διαβλέποντας την κλίση του προς τις φυσικές επιστήμες, τον προσέλαβε βοηθό στις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”